- κουζουλαίνω
- μουρλαίνω κάποιον, τον κάνω κουζουλό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κουζουλαίνω — κουζουλαίνω, κουζούλανα βλ. πίν. 44 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κουζουλαίνω — (Μ κουζουλαίνω) [κουζουλός] κάνω κάποιον τρελό, τρελαίνω … Dictionary of Greek
κουζουλαμός — ο (Μ κουζουλαμός) κουζουλάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουζουλαίνω (πρβλ. βουβ αμός, κουφ αμός)] … Dictionary of Greek